ιμπεριαλιστής

ιμπεριαλιστής
ο , ιμπεριαλιστήςίστρια η империалист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιμπεριαλιστής" в других словарях:

  • ιμπεριαλιστής — ὁ αυτός που έχει επεκτατικές τάσεις, αυτός που εφαρμόζει πολιτική ιμπεριαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. imperialist < imperial (< λατ. imperium «εξουσία») + ist] …   Dictionary of Greek

  • ιμπεριαλιστής — ο θηλ. ιμπεριαλίστρια (λ. γαλλ.), αυτός που εμφορείται από ιμπεριαλιστικές ιδέες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»